- χορικοῦ
- χορικόςofmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιστροφή — Η στροφή προς το αντίθετο μέρος ή κατά την αντίθετη φορά. (Γεωμ.) α) Στο (ευκλείδειο) επίπεδο. Έστω ένα επίπεδο E, ένας κύκλος του Κ με κέντρο έστω Ο, και ακτίνα μήκους έστω ρ (>0). Έστω ένα σημείο Ρ(≠Ο) του E· τότε η σχέση: OP·OP’ = ρ2 ορίζει … Dictionary of Greek
μεσωδός — μεσωδός, ἡ (Α) μέρος χορικού άσματος το οποίο παρεμβάλλεται μεταξύ τής στροφής και τής αντιστροφής χωρίς κάποιο άλλο, που να ανταποκρίνεται σε αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ῳδός (< ἀοιδός < ἀείδω «τραγουδώ»), πρβλ. επ ωδός] … Dictionary of Greek
πάροδος — (I) η, ΝΜΑ 1. η αφηρημένη έννοια τού παρέρχομαι, η παρέλευση, το πέρασμα (α. «η πάροδος τού κινδύνου» β. «πάροδος τού χρόνου», Πορφ.) 2. στενή οδός, δίοδος, διάβαση, διέλευση, μονοπάτι (α. «υπάρχει πάροδος ανάμεσα στα δύο βουνά» β. «ἡγούμενοι διά … Dictionary of Greek
χορικός — ή, ό / χορικός, ή, όν, ΝΜΑ [χορός] 1. (θεατρ. φιλολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χορό 2. (το ουδ. στον εν. ή στον πληθ. ως ουσ.) το χορικό ή τα χορικά άσμα που άδεται από τα μέλη τού χορού θεάτρου ή εκκλησίας 3. φρ. «χορική ποίηση» φιλολ … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek